αστάθμιστος

αστάθμιστος
-η, -ο
αυτός που δε σταθμίστηκε, δε ζυγίστηκε, δεν υπολογίστηκε ακριβώς: Το τεστ που επικαλείστε δεν έχει αξία, γιατί είναι αστάθμιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστάθμιστος — η, ο [σταθμίζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ζυγιστεί 2. αυτός που δεν ευθυγραμμίστηκε με τη στάθμη 3. εκείνος που δεν υπολογίστηκε σωστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”